- κιρρίς
- κιρρίς, -ίδος, ἡ (Α) [κιρρός]1. είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κηρίς2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)α) είδος γερακιούβ) (στους Λάκωνες) λύχνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιρρίς — sea fish fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρίδα — κιρρίς sea fish fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρίδι — κιρρίς sea fish fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίς — κηρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < κηρός λόγω τού χρώματος τού ψαριού. Ίσως όμως και να πρόκειται για δ. γρφ. τού κιρρίς*] … Dictionary of Greek
κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… … Dictionary of Greek